- δασώδης
- δασ-ώδης, ες, waldig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δασώδης — ες (AM δασώδης, ες) [δάσος] (για τόπο) σκεπασμένος με δάση ή με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση … Dictionary of Greek
δασώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, δασόφυτος, γεμάτος δάση: Για να φτάσουμε στον προορισμό μας περάσαμε από μια δασώδη περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Υλαία — Δασώδης χώρα της Σκυθίας, που εκτεινόταν από τις εκβολές του ποταμού Βορυσθένη (Δνείπερου) ως την Υπακύριδα (Καλαντζάκ) της ευρωπαϊκής Σαρματίας. Μερικοί συγγραφείς την έλεγαν και Υβική. Σήμερα αποτελεί το πιο έρημο μέρος της στέπας της ΝΑ… … Dictionary of Greek
δασώνω — [δάσος] Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος 2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε») 3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά») 4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Εστρεμαδούρα — (Extremadura). Διοικητική περιφέρεια (41.634 τ. χλμ., 1.058.503 κάτ. το 2001) της δυτικής Ισπανίας, που περιλαμβάνει τις επαρχίες Μπανταχόθ (21.766 τ. χλμ., 654.882 κάτ. το 2001) και Κάθερες (19.868 τ. χλμ., 403.621 κάτ. το 2001), με πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
Νεμέα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… … Dictionary of Greek
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… … Dictionary of Greek
ένυλος — ἔνυλος, ον (AM) [ύλη] μσν. 1. υλικός 2. δασώδης αρχ. 1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα 2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά. επίρρ... ἐνύλως (αντίθ. τού ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς … Dictionary of Greek